- κοτσακί
- το частушка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοτσάκι — το (Μ κοτσάκιν) δίστιχο δημοτικό ασμάτιο, λιανοτράγουδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
δίστιχος — η, ο (AM δίστιχος, ον) [στίχος] 1. κείμενο που αποτελείται από δύο στίχους ή δύο γραμμές 2. το ουδ. ως ουσ. το δίστιχο (AM δίστιχον) φρ. «ελεγειακό δίστιχο» επίγραμμα ή ενότητα από δύο στίχους κυρίως στην ελεγειακή ποίηση, από τους οποίους ο… … Dictionary of Greek
κότσακος — κότσακος, ὁ (Μ) [κοτσάκιν] κοτσάκι, δίστιχο δημοτικό, λιανοτράγουδο … Dictionary of Greek